- Κεραυνῶν
- Κεραυνόςthunderboltfem gen plΚεραυνόςthunderboltmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεραυνῶν — κεραυνός thunderbolt masc gen pl κεραυνόω strike with thunderbolts pres part act masc voc sg (doric aeolic) κεραυνόω strike with thunderbolts pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κεραυνόω strike with thunderbolts pres part act masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ετρούσκοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Ε. υπήρξαν ο σημαντικότερος από τους λαούς που έζησαν στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και να δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού. Οι … Dictionary of Greek
Cornelius Labeo — For others named Labeo, see Labeo (disambiguation) Cornelius Labeo was an ancient Roman theologian and antiquarian who wrote on such topics as the Roman calendar and the teachings of Etruscan religion (Etrusca disciplina). His works survive only… … Wikipedia
αλεξικέραυνο — Ηλεκτρικός αγωγός, προορισμός του οποίου είναι η προστασία από τις ατμοσφαιρικές ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδων. Το πρώτο α. κατασκεύασε ο Βενιαμίν Φραγκλίνος το 1765. Η κατασκευή του περιλάμβανε ένα σιδερένιο ραβδί, μήκους 5… … Dictionary of Greek
αναξιβρέντας — ἀναξιβρέντας, ο (Α) (επίθ. τού Διός) κυρίαρχος, κύριος τών κεραυνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄναξ + βρεντας < βρέμω «κάνω πάταγο, κρότο» (πρβλ. ἀργιβρέντας)] … Dictionary of Greek
κεραυνοσκοπία — κεραυνοσκοπία, ἡ (Α) μαντεία που γινόταν με παρατήρηση των κεραυνών («τὰ περὶ τὴν κεραυνοσκοπίαν μάλιστα πάντων ἀνθρώπων ἐξειργάσαντο», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + σκοπιά (< σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ηπατο σκοπία, οιωνο… … Dictionary of Greek
περιέχω — ΝΜΑ και αιολ. τ. περρέχω Α περιλαμβάνω, περικλείω (α. «το νερό περιέχει πολλά άλατα» β. «το βιβλίο περιέχει αρκετές ανακρίβειες» γ. «το οικόπεδο περιέχεται μεταξύ τών οδών...» δ. «τόπον κύκλῳ πέτραις περιεχόμενον», επιγρ.) νεοελλ. 1. (το ουδ. μτχ … Dictionary of Greek
Ασκληπιόδοτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φιλόσοφος και μαθητής του στωικού Ποσειδωνίου (τέλη 2ου – αρχές 1ου αι. π.Χ.). Ασχολήθηκε με την εξήγηση φυσικών φαινομένων (σεισμών, κεραυνών, βροχής). Έγραψε τα Τακτικά. 2. Α. ο Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.).… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek